Ένα από τα πιο δυναμικά παγκόσμια φαινόμενα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτό του γκράφιτι. Από μία σχετικά περιθωριοποιημένη και παράνομη πράξη έχει μεταβληθεί σε πολυσύνθετο φαινόμενο της αστικής κουλτούρας. Αν και υπάρχει έριδα στην κοινή γνώμη για το αν πρόκειται για μορφή τέχνης, έκφραση διαμαρτυρίας ή κοινό βανδαλισμό, αναντίλεκτα τα γκράφιτι αυξάνονται κι εντυπωσιάζουν με την εφευρετικότητα και την πολυσημία τους. Μάλιστα, το αυξανόμενο επιστημονικό – κι όχι μόνο – ενδιαφέρον για τα γκράφιτι έχει συντελέσει στην αποδαιμονοποίησή τους.
Τα γκράφιτι μελετώνται πλέον από πολλές και διαφορετικές επιστημονικές οπτικές. Μία από τις σημαντικότερες είναι αυτή της Γλωσσολογίας. Άλλωστε, η ίδια η φύση του γκράφιτι συνδέεται με τη γλώσσα, ενώ και η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό “graffiare” (που σημαίνει χαράσσω), το οποίο συνδέεται ετυμολογικά με το ελληνικό «γράφω». Πιο συγκεκριμένα, το φαινόμενο του γκράφιτι έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο αντικείμενο έρευνας και μελέτης της Γλωσσολογίας, υπό το πρίσμα του λεγόμενου «γλωσσικού τοπίου» (linguistic landscape). Ένας από τους πρώτους και πιο δημοφιλείς ορισμούς του γλωσσικού τοπίου είναι αυτός των Landry and Bourhis, σύμφωνα με τον οποίο «Η γλώσσα των πινακίδων στον δρόμο, των διαφημιστικών πινακίδων, των ονομάτων των δρόμων, των τοπωνυμίων, των πινακίδων στα εμπορικά καταστήματα και των δημοσίων πινακίδων σε κρατικά κτήρια συνενώνεται για να σχηματίσει το γλωσσικό τοπίο ενός συγκεκριμένου πεδίου, μιας περιοχής ή ενός αστικού συνόλου». Ο ορισμός αυτός θα συμπληρωθεί, με καθοριστική τη συνδρομή των Scollon & Scollon, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη σημασία του χώρου και της τοποθέτησης της γλώσσας για την ανάδειξη των ιδιαίτερων συνδέσεων μεταξύ τους. Το γλωσσικό τοπίο θεωρείται ένα ξεχωριστό κειμενικό είδος (genre), το οποίο εντάσσεται στον ευρύτερο λόγο του αστικού τοπίου (urban discourse).
Η συστηματική εξέταση των γκράφιτι στο πλαίσιο του γλωσσικού τοπίου αναπτύσσεται ιδιαίτερα με το έργο του Pennycook, ο οποίος υπογράμμισε τις κοινωνικές λειτουργίες τους, καθώς αυτά συχνά αποτελούν αντίδραση στον κυρίαρχο λόγο (dominant discourse), εκφράζουν τη φωνή ομάδων μειονοτικών ή περιθωριοποιημένων και, τέλος, αποτυπώνουν κοινωνικές και πολιτισμικές ταυτότητες. Επομένως, το φαινόμενο του γκράφιτι συνδέεται με διακριτές κοινωνικές πρακτικές, αποτελεί μέσο επικοινωνίας και συνυφαίνεται άρρηκτα με τον δημόσιο χώρο στον οποίο εγγράφεται, φέροντας ιδιαίτερους συμβολισμούς που σχετίζονται με το συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο, τον χρόνο δημιουργίας και με το εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο.
Το γλωσσικό τοπίο έχει ρευστή μορφή, καθώς ο δημόσιος χώρος διαρκώς κατασκευάζεται, αποδομείται κι ανασκευάζεται. Η εξέταση του γκράφιτι σε αυτό το πλαίσιο απαιτεί μια ευρύτερη σημειωτική προσέγγιση για την κατανόηση των συμβολικών συνδέσεων, του πολιτισμικού παρασκηνίου της ανθρώπινης δράσης και των κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται. Η προσέγγιση του γκράφιτι στο γλωσσικό κι ευρύτερο σημειωτικό τοπίο μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για μια ευρύστερνη κατανόηση της αστικής κουλτούρας, των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών, των αναμορφούμενων ταυτοτήτων και των πολιτισμικών ζυμώσεων της εποχής στην οποία ζούμε.
Αναστάσιος Κουντούρης