Η Χάνα Άρεντ στην Ανθρώπινη Κατάσταση μάς παρέχει έναν πολύ εύγλωττο ορισμό του «δημόσιου», εννοούμενου όχι μόνο ως ευκλείδειου χώρου, αλλά ως ενός πιο δυναμικού σημείου συνάντησης της κοινότητας. Επιχειρεί να το περιγράψει σε αντιδιαστολή με το «ιδιωτικό» και καταλήγει σε μια όμορφη παρομοίωση: το να ζούμε σε κοινωνίες συνεπάγεται την ύπαρξη ενός κόσμου πραγμάτων που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς που τον μοιράζονται, όπως ακριβώς ένα τραπέζι που βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι κάθονται γύρω από αυτό. Άρα, ο κόσμος των κοινών πραγμάτων μάς συνδέει αναπόφευκτα, αλλά ταυτόχρονα μας διαχωρίζει, όπως ακριβώς κάνει κι ένα τραπέζι. Η συνύπαρξη επομένως μέσα στην κοινωνία υποδηλώνει όλες τις ανθρώπινες πράξεις που συνιστούν αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό και αποτελεί κάτι που υπερβαίνει την απλή διαχείριση των κοινών πόρων και χώρων.
Αυτή η συνύπαρξη δεν είναι πάντοτε ανέφελη και ειρηνική. Ο δημόσιος χώρος και η παραγωγή πολιτιστικών μορφών είναι ένα επίδικο προς συνεχή διεκδίκηση. Δεν έχουν όλοι οι κάτοικοι μιας κοινωνίας τις ίδιες ευκαιρίες έκφρασης και παραγωγής σημασιών στους κοινούς τόπους δράσης, είτε πρόκειται για πολιτικό και κοινωνικό λόγο, είτε για τέχνη. Το γκραφίτι προβάλλει στους τοίχους κυρίως των μητροπόλεων ως ένας οριακός τρόπος έκφρασης, ως μια εξωστρεφής σημείωση της ύπαρξης συλλογικοτήτων και ατομικοτήτων που δεν χωρούν εύκολα σε στατιστικά δεδομένα και συνομαδώσεις. Αυτό που τους συνδέει είναι μάλλον ο τοίχος της πόλης, των κτηρίων, ως ένας μεγάλος, δυνάμει άπειρος καμβάς, και ίσως μια αισθητική αποστροφή για την ασχήμια της σύγχρονης πόλης. Το γράψιμο συνθημάτων και tagsαπό τη μία πλευρά και η ζωγραφική γκραφίτι από την άλλη αποτελούν αφενός ένα απόλυτο ίχνος δυσαρέσκειας απέναντι στις γκρίζες ζωές της πόλης, στις ποικίλες καταπιέσεις και τις δυσκολίες επιβίωσης, ενώ αφετέρου επισημαίνουν την εκδήλωση διεκδίκησης του δημόσιου χώρου που προβάλλει στατικός και απονευρωμένος πνίγοντας την έκφραση και τη ζωή.
Αν συναντιούνται αυτά τα δύο στοιχεία, η αντίδραση στις δομές και τις μορφές της πόλης και η ανάγκη έκφρασης και δήλωσης ύπαρξης, οι τρόποι έκφανσής τους δεν είναι πάντοτε όμοιοι. Πολύ αδρά, μπορούμε κατά πρώτον να διαπιστώσουμε ενίοτε τοαισθητικό αποτελείωμα ενός τοίχου με tags που, δυσανάγνωστα και κωδικοποιημένα, απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες και συνήθως γνωστοποιούν ότι η περιοχή που μαρκάρεται αποτελεί τόπο παρουσίας και δράσης των δημιουργών τους. Κατά δεύτερον, οι τοίχοι γίνονται εφημερίδες δρόμου, όπου συναντά κανείς, εκτός από αφίσες που ενημερώνουν για συναυλίες, πορείες, εκδηλώσεις και πολιτικές θέσεις, συνθήματα που διατυπώνουν σαν αναλογικά τουίτ πολιτικές απόψεις, οι οποίες πολύ συχνά αφορούν ευρεία τμήματα της κοινωνίας, με θεματικές που απλώνονται κατά κύριο λόγο από τον αντιφασισμό, τον αντιρατσισμό και τον αντισεξισμό μέχρι την ανεργία, τη φτώχεια και την καταστολή. Τέλος, οι τοίχοι της πόλης, αντί να ασχημύνουν περαιτέρω, διακοσμούνται κάποιες φορές από αριστουργήματα ζωγραφικής που δύσκολα θα βρουν κάποτε τον δρόμο τους προς το μουσείο, μέχρι να κατακρεουργηθούν ανυπεράσπιστα από taggersπου δεν διακρίνουν ειδοποιούς διαφορές.
Οι τάσεις είναι εμφανείς, το φαινόμενο πολυσχιδές. Το στοίχημα που μένει να κερδηθεί είναι το πώς οι πόλεις θα γίνουν πιο βιώσιμες και θα χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερες φωνές χωρίς η μία να καταπιέζει την άλλη. Αν η επιστημονική γνώση και η συστηματική ενασχόληση με το αντικείμενο συνδεθεί οργανικά με τον δρόμο και τους κανόνες του, τους δημιουργούς και τους κατοίκους, τότε οι πιθανότητες είναι αρκετά καλές.