(Εξώφυλλο βιβλίου “Η ιστορία του graffiti στην Ελλάδα”. Πηγή: Google)
H ιστορία του graffiti στην Ελλάδα 1984-1994, επιμ. Ορέστης Πάγκαλος, έρευνα Χαρίτωνας Τσιαμαντάκης, 2 τόμοι, Futura, Αθήνα 2016
Κείμενα σε ελληνικά και αγγλικά
Με το οικολογικό εξώφυλλο, ευφυώς σχεδιασμένο να προσομοιάζει με τυπική τσιμεντένια επιφάνεια αθηναϊκού τοίχου, και με ανάγλυφη μία μεγαλειώδη fat cap να επιστέφει ένα original lettering graffiti, οι δημιουργοί της πρώτης απόπειρας ιστορικής χαρτογράφησης της πορείας του graffiti στην Ελλάδα ξεκινούν με τη σωστή σειρά. Μετά το χαιρετισμό του Χαρίτωνα, εκ των «γεναρχών» του ελληνικού graffiti (old school), και την πυκνή και μεστή εισαγωγή του Ορέστη (κορυφαίου θεωρητικού) στις «ιστορίες» του graffiti ως οικουμενικού πολιτισμικού φαινόμενου, ο «τοίχος» της αφήγησης «γράφεται» από τους ίδιους τους δημιουργούς, σε storytelling mode και σε χρονογραμμή, μέχρι το κομβικό 1995, στο οποίο αφιερώνεται όλος ο β’ τόμος.
Από τους «μοναχικούς λύκους» στις παρέες, τις ομάδες, τα crews και από την hip hop culture στην πολυώνυμη μετεγγραφή ενός παγκόσμιου φαινομένου στην ελληνική διάσταση μορφοποιείται μία δυναμική αποσπασματικότητας αλλά και συνέπειας. Ακολουθεί η μετάβαση από την παρανομία στις σποραδικές αναθέσεις και τον διαφαινόμενο εξευγενισμό (gentrification), όταν, δηλαδή, αυτό που μισείς και φοβάσαι, γίνεται αυτό που κάνεις, για να ζήσεις. Έτσι ξεδιπλώνεται ένα συναρπαστικό mural προσώπων, τάσεων και εκδοχών, ένα rollercoaster της πιο προκλητικής και, όπως αποδείχτηκε, ανεξάντλητης, σύγχρονης ελληνικής ‘subculture”. Το εγχείρημα να πειστούν να μιλήσουν με λέξεις και όχι με spray τόσοι γραφιτάδες και street artists, αλλά, ίσως το κυριότερο, να συγκεντρωθεί ένα αποθησαύρισμα εφήμερης άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, πλέον, των ελληνικών πόλεων ήταν από μόνο του ένα piece. Αναμένουμε τη συνέχεια.
(Εξώφυλλο βιβλίου “Γκραφίτι και πολιτική διεκδίκηση”. Πηγή: Google)
Δημήτρη Θεοδόση και Παυσανία Καραθανάση, Γκραφίτι και πολιτική διεκδίκηση, Εκδόσεις Στο Περιθώριο, Αθήνα 2019
«Μουτζούρες», «βρομιά», «θόρυβος» ή «μικρές αντιστάσεις στην αισθητικοποίηση της πόλης, που θέλει την Αθήνα μία τουριστικοποιημένη και «καθαρή» «πρωτεύουσα της τέχνης του δρόμου»; Oι Θεοδόσης και Καραθανάσης προσυπογράφουν το δεύτερο, σε ένα ευσύνοπτο βιβλίο, εμψυχωμένο από την πολυμορφία και την ενέργεια εμβληματικών αθηναϊκών γκράφιτι με πολιτική χροιά, πολλά εκ των οποίων δεν υπάρχουν πλέον.
Κάθε αισθητική πράξη λογίζεται ως de facto πολιτική. Εικόνες και νοήματα, χειρονομίες, αφηγήσεις, «λερώματα», ταγκιές, όλα μη αδειοδοτημένα, κατοικοβιούν, αιφνιδίως γενόμενα, κατά κύριο λόγο στο δημόσιο αστικό χώρο, και δυναμιτίζουν τον δίπτυχο κυρίαρχο λόγο, που τα θέλει αποκλειστικά απότοκα της «κρίσης», υποπροϊόντα δυσφορίας και παράγοντες συλλήβδην υποβάθμισης, «γραμμένους» μάρτυρες κατάρρευσης. Κι όμως. Όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, περιοχές με πληθώρα «παρεμβάσεων», κυρίως μη αδειοδοτημένων, φαίνεται τουριστικά να ανθούν ΚΑΙ εξαιτίας της προσέλκυσης τουριστών –θεατών του φαινομένου. Ανθεί, βέβαια, και η κατά παραγγελία και αδειοδοτημένη «τέχνη του δρόμου», νεότευκτο μέσο στην εργαλειοθήκη της «τουριστικοποίησης» της πρωτεύουσας, σε αντιδικία με το «ελεύθερο» γκραφίτι. Μήπως, όμως, εντέλει, και οι ίδιες οι μαζικές και “all-over” παρεμβάσεις εργάζονται στην ίδια κατεύθυνση, εκ του αποτελέσματος;
Ο εναλλακτικός κριτικός λόγος που πρεσβεύουν τα γκράφιτι-ως-πολιτική-παρέμβαση συνιστά, για τους συγγραφείς, πολύτιμο αντίλογο στον κυρίαρχο λόγο, αισθητικό- πολιτικό, του «εξευγενισμού», της καπηλείας του αστικού δημόσιου χώρου, της «κάθαρσης» κάθε πολιτικού αντίλογου και της εν γένει καλπάζουσας «αισθητικοποίησης» της Αθήνας ως τουριστικού προορισμού, με τις άυλες και υλικές κληρονομίες της σε μία φαινομενική αντιδικία, που εξυπηρετεί, πρωτίστως, την εμπορευματοποίηση της πρωτεύουσας.
Tα ερωτήματα που τίθενται παραμένουν ανοικτά στη δημόσια διαβούλευση.